- αριστερίζω
- αριστερίζω βλ. πίν. 33
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αριστερίζω — [αριστερός] αποκλίνω προς τα αριστερά, ακολουθώ αριστερές πολιτικές ιδέες και κοινωνιολογικές αρχές … Dictionary of Greek
αριστερίζω — ισα, συμπαθώ, ακολουθώ τις αριστερές (επαναστατικές) πολιτικές θεωρίες: Από την τελευταία τάξη του λυκείου άρχισε να αριστερίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριστερισμός — ο [αριστερίζω] το να αριστερίζει κάποιος, το να ακολουθεί ιδέες της αριστεράς … Dictionary of Greek
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek